ανασταλτός

ανασταλτός
αυτός που είναι δυνατόν να ανασταλεί, να αναχαιτιστεί, να περιοριστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναστέλλω — (AM ἀναστέλλω) έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω (νεοελλ. μσν.) διακόπτω, σταματώ μσν. παραλύω μια σωματική ικανότητα αρχ. 1. αναγκάζω σε υποχώρηση 2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου β) αποχωρώ, μένω πίσω γ) προσποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • γαμψόνυχες — Τα νύχια των αρπακτικών πτηνών και των σαρκοφάγων θηλαστικών (αιλουροειδών). Τα νύχια αυτά είναι ισχυρά, κυρτά, πεπλατυσμένα στις πλευρές, κοφτερά, κατάλληλα να πληγώνουν, να κατασπαράσσουν και να κρατούν γερά τη λεία. Οι γ. των αρπακτικών πτηνών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”